- επίταση
- η (AM ἐπίτασις) [επιτείνω]ενδυνάμωση, ένταση, αύξηση («επίταση τής οικονομικής δυσπραγίας»)μσν.- νεοελλ.επιδείνωσημσν.έντονη και διαρκής προσπάθεια, επιμονήαρχ.1. τάση, τέντωμα («ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν», Πλάτ.)2. (για πολεμική μηχανή) βολή, ρίψη3. (για ύφος στον λόγο) α) μετάβαση σε υψηλότερους τόνουςβ) επισώρευση, αύξηση λόγου, υπερβολήγ) έμφαση, τονισμός4. γραμμ. φρ. «ἐπιρρήματα ἐπιτάσεως» (Διον. Θρ.)τα επιρρήματα που επιτείνουν μια έννοια, όπως π.χ. τα λίαν, σφόδρα κ.λπ.5. γραμμ. η ενίσχυση τής έννοιας ενός όρου τής πρότασης με ειδικές λέξεις ή μόρια, όπως π.χ. το και6. το δεύτερο και κύριο μέρος τού δράματος, όπου η πλοκή γίνεται πιο πυκνή, εντείνεται η σύγκρουση προσώπων, ιδεών ή καταστάσεων και επιτείνεται η δέση7. ύπαρξη υψηλού, ισχυρού τόνου8. τραχύτητα, σφοδρότητα, βιαιότητα9. επέκταση.
Dictionary of Greek. 2013.